- θείομεν
- θείομεν, [dialect] Ep. for θέωμεν, θῶμεν, [ per.] 1pl. [tense] aor. 2 subj. [voice] Act. of τίθημι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θείομεν — θέω dhávate pres ind act 1st pl (epic) θέω dhávate imperf ind act 1st pl (epic) θεάω gaze at pres ind act 1st pl (epic doric ionic) τίθημι p aor subj act 1st pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… … Dictionary of Greek